Маленько στα ελληνικά
Μετάφραση: маленько, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάπως, λίγο, ένα μικρό, μια μικρή, είναι λίγο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- айова στα ελληνικά - Αϊόβα, Iowa, της Αϊόβα, Αιόβα, του Iowa
- бемольный στα ελληνικά - διαμέρισμα, επίπεδος, bemolny
- великое στα ελληνικά - μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
- донжуан στα ελληνικά - ερωτοτροπών, philanderer
Τυχαίες λέξεις
Маленько στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάπως, λίγο, ένα μικρό, μια μικρή, είναι λίγο
Μεταφράσεις: κάπως, λίγο, ένα μικρό, μια μικρή, είναι λίγο