Маневренный στα ελληνικά
Μετάφραση: маневренный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κινητός, ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автозавод στα ελληνικά - αυτοκίνητο, έργα, έργων, τα έργα, εργασίες, εργασιών
- блюдо στα ελληνικά - ακαταστασία, πλεύση, πιάτο, πιάτων, δίσκο, πιάτου, τρυβλίο
- возрождать στα ελληνικά - αναστηλώνω, αποκαθιστώ, αναβιώνω, αναζωογονώ, ανακτώ, αναβιώσει, αναβιώσουν, ...
- догадаться στα ελληνικά - μαντεύω, εικασία, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
Τυχαίες λέξεις
Маневренный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κινητός, ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό
Μεταφράσεις: κινητός, ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό