Маскироваться στα ελληνικά

Μετάφραση: маскироваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάσκα, προσωπείο, καμουφλάζ, παραλλαγής, κάλυψης, παραλλαγή, συγκάλυψη
Маскироваться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • балует στα ελληνικά - Pampers, περιποιείται, τα Pampers, των Pampers, καλομάθει
  • взаимозависимость στα ελληνικά - συσχέτιση, αλληλοεξάρτηση, αλληλεξάρτηση, αλληλεξάρτησης, αλληλεξαρτήσεως, την αλληλεξάρτηση
  • десантник στα ελληνικά - αλεξιπτωτιστής, αλεξιπτωτιστών, αλεξιπτωτιστή, αλεξιπτωτιστής για
  • жировик στα ελληνικά - χελώνι, σαρκώδης κύστη, Wen, Γουέν, εξόγκωμα
Τυχαίες λέξεις
Маскироваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάσκα, προσωπείο, καμουφλάζ, παραλλαγής, κάλυψης, παραλλαγή, συγκάλυψη