Мать στα ελληνικά
Μετάφραση: мать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυρία, μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вырывать στα ελληνικά - αποσπώ, σκίζω, νύξη, στραμπουλίζω, σκάβω, σαρκασμός, δάκρυ, ...
- гибридизация στα ελληνικά - διάβαση, γέμισμα, διασχίζω, σταυρός, υβριδοποίηση, υβριδισμού, υβριδοποίησης, ...
- гремучий στα ελληνικά - κεραυνοβόλο
- догореть στα ελληνικά - έξω, ξεθωριάζω, σβήνω, καεί, καίγονται, φθαρεί, κάψει
Τυχαίες λέξεις
Мать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυρία, μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
Μεταφράσεις: κυρία, μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική