Мель στα ελληνικά
Μετάφραση: мель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όχθη, επιπόλαιος, τράπεζα, ρηχός, ανάχωμα, κοπάδι, ράφι, ύφαλος, σωρός, τα ρηχά, πολύ ρηχά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- азия στα ελληνικά - Ασία, Ασίας, την Ασία, asia, της Ασίας
- аполлон στα ελληνικά - Απόλλων, Απόλλωνας, Απόλλωνα, Apollo, του Απόλλωνα
- афористичный στα ελληνικά - επιγραμματική, αφοριστικό, αφοριστικές
- дружный στα ελληνικά - φιλικός, ενωμένος, Ηνωμένες, ενωμένη, Ηνωμένων, ενωμένης
Τυχαίες λέξεις
Мель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όχθη, επιπόλαιος, τράπεζα, ρηχός, ανάχωμα, κοπάδι, ράφι, ύφαλος, σωρός, τα ρηχά, πολύ ρηχά
Μεταφράσεις: όχθη, επιπόλαιος, τράπεζα, ρηχός, ανάχωμα, κοπάδι, ράφι, ύφαλος, σωρός, τα ρηχά, πολύ ρηχά