Мельница στα ελληνικά

Μετάφραση: мельница, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργοστάσιο, αλέθω, μύλος, μύλο, μύλου, ελαιοτριβείο
Мельница στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аэромеханика στα ελληνικά - αερομηχανική, aeromechanics
  • вздувать στα ελληνικά - σηκώνω, αναστηλώνω, υψώνω, ανατρέφω, φουσκώνω, εξογκώνω, φουσκώνουν, ...
  • всерьез στα ελληνικά - βαριά, σοβαρά, στα σοβαρά, σοβαρό, σοβαρότητα, σοβαρά τη
  • гидромодуль στα ελληνικά - δασμοί, καθήκον, δασμού, δασμός, δασμό, δασμών
Τυχαίες λέξεις
Мельница στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργοστάσιο, αλέθω, μύλος, μύλο, μύλου, ελαιοτριβείο