Место στα ελληνικά
Μετάφραση: место, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γόμφος, συνάντηση, κοινός, τόπος, εντοπίζω, ραντεβού, διάβαση, τέταρτο, μέρος, δωμάτιο, κατάσταση, θέση, ορισμός, έδρανο, πάγκος, κάθισμα, τόπο, χώρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бредить στα ελληνικά - ενθουσιώδης, διθυραμβικός, rave, διθυραμβικές, ρέιβ, rave τις, πολύ καλές
- выгадать στα ελληνικά - αποκρούω, επινοώ, εκτός, απολαβή, διασώζω, αποταμιεύω, κατασκευάζω, ...
- громче στα ελληνικά - ηχηρός, βροντερός, πιο δυνατά, δυνατότερα, δυνατότερο, δυνατά, δυνατότερη
- дотягиваться στα ελληνικά - φτάνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
Τυχαίες λέξεις
Место στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γόμφος, συνάντηση, κοινός, τόπος, εντοπίζω, ραντεβού, διάβαση, τέταρτο, μέρος, δωμάτιο, κατάσταση, θέση, ορισμός, έδρανο, πάγκος, κάθισμα, τόπο, χώρα
Μεταφράσεις: γόμφος, συνάντηση, κοινός, τόπος, εντοπίζω, ραντεβού, διάβαση, τέταρτο, μέρος, δωμάτιο, κατάσταση, θέση, ορισμός, έδρανο, πάγκος, κάθισμα, τόπο, χώρα