Механик στα ελληνικά
Μετάφραση: механик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μηχανουργός, μηχανικός, χειριστής, μηχανεύομαι, μηχανικό, μηχανικού, μηχανική, μηχανικών
Μεταφράσεις
- волокно στα ελληνικά - ίνα, χορδή, δημητριακά, σπυρί, κόκκος, νημάτιο, ινών, ...
- гегемония στα ελληνικά - ηγεμονία, ηγεμονίας, την ηγεμονία, ηγεμονία των, η ηγεμονία
- директорат στα ελληνικά - Διεύθυνση, Διεύθυνσης, διευθύνσεως, Διευθυνση, ΓΔ
- дубоватый στα ελληνικά - χαζός, βαρετός, μουντός, αγροίκος, χονδροειδής, πυκνός, μουχρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Механик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μηχανουργός, μηχανικός, χειριστής, μηχανεύομαι, μηχανικό, μηχανικού, μηχανική, μηχανικών
Μεταφράσεις: μηχανουργός, μηχανικός, χειριστής, μηχανεύομαι, μηχανικό, μηχανικού, μηχανική, μηχανικών