Мешкать στα ελληνικά
Μετάφραση: мешкать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαζεύω, βραδυπορώ, χρονοτριβώ, καθυστερώ, διαμένω, περιδιαβάζω, επιμένω, χασομερώ, να χαζεύω, να περιφέρονται, περιφέρονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безграничность στα ελληνικά - άπειρο, υπερχείλισης, το άπειρο, τύπου infinity, απείρου
- белобрысый στα ελληνικά - δίκαιος, ξανθός, πανηγύρι, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, έλκει, δέσμες, ...
- благополучно στα ελληνικά - ευτυχισμένα, ασφάλεια, με ασφάλεια, ασφαλή, ασφαλώς
- жечься στα ελληνικά - τσουκνίδα, κεντρίζω, τσιμπώ, κεντρί, καίω, zhechsya
Τυχαίες λέξεις
Мешкать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαζεύω, βραδυπορώ, χρονοτριβώ, καθυστερώ, διαμένω, περιδιαβάζω, επιμένω, χασομερώ, να χαζεύω, να περιφέρονται, περιφέρονται
Μεταφράσεις: χαζεύω, βραδυπορώ, χρονοτριβώ, καθυστερώ, διαμένω, περιδιαβάζω, επιμένω, χασομερώ, να χαζεύω, να περιφέρονται, περιφέρονται