Мешок στα ελληνικά
Μετάφραση: мешок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιγκλώ, σπρώχνω, τσάντα, απολύω, κρόκος, βακαλάος, σακούλα, σάκο, σάκος, σακούλας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бедренный στα ελληνικά - μηριαίου, μηριαία, μηριαίας, μηριαίου οστού, μηριαίο
- валерьянка στα ελληνικά - βαλεριάνα, βαλεριάνας, η βαλεριάνα, τον Valerian, βαλεριανής
- выгадать στα ελληνικά - αποκρούω, επινοώ, εκτός, απολαβή, διασώζω, αποταμιεύω, κατασκευάζω, ...
- геометр στα ελληνικά - γεωμέτρης, geometer, γεωμέτρη, γεωμέτρης του
Τυχαίες λέξεις
Мешок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιγκλώ, σπρώχνω, τσάντα, απολύω, κρόκος, βακαλάος, σακούλα, σάκο, σάκος, σακούλας
Μεταφράσεις: τσιγκλώ, σπρώχνω, τσάντα, απολύω, κρόκος, βακαλάος, σακούλα, σάκο, σάκος, σακούλας