Минувшее στα ελληνικά
Μετάφραση: минувшее, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περασμένος, παρελθόν, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вездеход στα ελληνικά - όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, αυτοκινήτου
- выкладывать στα ελληνικά - διάλεξη, κοσμικός, ξαπλώνω, διδάσκω, αντιπροσωπεύω, στρώνω, νουθετώ, ...
- година στα ελληνικά - καιρός, χρόνος, χρονιά, ώρα, φορά, έτος, Godin, ...
- диверсант στα ελληνικά - κατάσκοπος, κατασκοπεύω, σαμποτέρ, saboteur, σαμποτέρ ο, δολιοφθορεύς, κωλυσιεργός
Τυχαίες λέξεις
Минувшее στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περασμένος, παρελθόν, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων
Μεταφράσεις: περασμένος, παρελθόν, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων