Могучий στα ελληνικά
Μετάφραση: могучий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρός, αλαζονικός, επιτακτικός, παντοκράτορας, δυνατός, κραταιός, αυταρχικός, δυναμικός, δεσποτικός, παντοδύναμος, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- артачиться στα ελληνικά - κλοτσώ, δειλιάζω, σταματώ, ματαιώνω, παρεμποδίζω, Balk
- брюки στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, περισκελίδα, παντελόνι, παντελόνια, εσώρουχα, το παντελόνι, ...
- вздернутый στα ελληνικά - διακόπτω, επιπλήτω, επίπληξη, αποπαίρνω, περιφρονώ
- выкликать στα ελληνικά - αιτία, τηλεφωνώ, καλώ, στέλνω, προκαλώ, διεγείρω, σκοπός, ...
Τυχαίες λέξεις
Могучий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρός, αλαζονικός, επιτακτικός, παντοκράτορας, δυνατός, κραταιός, αυταρχικός, δυναμικός, δεσποτικός, παντοδύναμος, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Μεταφράσεις: ισχυρός, αλαζονικός, επιτακτικός, παντοκράτορας, δυνατός, κραταιός, αυταρχικός, δυναμικός, δεσποτικός, παντοδύναμος, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές