Мокнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: мокнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρμόζω, γίνομαι, μουσκεύω, εμποτίζω, βραχεί, να βραχεί, βραχούν, εισέλθει υγρασία, βρέχονται
Μεταφράσεις
- вытачка στα ελληνικά - πιέτα, βέλος, ξεπετάγομαι, πτύσσω, πτυχή, χώνω, βελάκι, ...
- добросовестный στα ελληνικά - πιστός, ευσυνείδητος, λεπτολόγος, καλόπιστος, καλόπιστων, καλή τη πίστει, καλόπιστους, ...
- достичь στα ελληνικά - προμηθεύομαι, ασφαλίζω, φτάνω, ασφαλής, καταφέρω, εδραιώνω, κατορθώνω, ...
- жаворонок στα ελληνικά - κορυδαλλός, Lark, Κορυδαλος, κορυδαλός, αφροντισία
Τυχαίες λέξεις
Мокнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρμόζω, γίνομαι, μουσκεύω, εμποτίζω, βραχεί, να βραχεί, βραχούν, εισέλθει υγρασία, βρέχονται
Μεταφράσεις: αρμόζω, γίνομαι, μουσκεύω, εμποτίζω, βραχεί, να βραχεί, βραχούν, εισέλθει υγρασία, βρέχονται