Молоть στα ελληνικά
Μετάφραση: молоть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιώνω, τρίζω, μύλος, αλέθω, εργοστάσιο, αγγαρεία, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аскетизм στα ελληνικά - ασκητισμός, ασκητισμού, ασκητισμό, τον ασκητισμό, ο ασκητισμός
- быстросменяемый στα ελληνικά - Πακέτο Ταχείας, βαθείας, στο Πακέτο Ταχείας, βαθύψυκτου, προσκρού- ουν
- высказывать στα ελληνικά - πτύω, αντιπροσωπεύω, λέω, κρατίδιο, φωνή, κρένω, φτύνω, ...
- желоб στα ελληνικά - σεντούκι, προβοσκίδα, ρείθρο, οχετός, μπαούλο, χαντάκι, τσέπη, ...
Τυχαίες λέξεις
Молоть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιώνω, τρίζω, μύλος, αλέθω, εργοστάσιο, αγγαρεία, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind
Μεταφράσεις: λιώνω, τρίζω, μύλος, αλέθω, εργοστάσιο, αγγαρεία, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind