Монархический στα ελληνικά
Μετάφραση: монархический, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυρίαρχος, ηγεμόνας, αυτεξούσιος, μοναρχικός, μοναρχική, μοναρχικό, μοναρχικής, τη μοναρχική
Μεταφράσεις
- авторизовать στα ελληνικά - να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
- безвредность στα ελληνικά - αθωότητα, αθωότητας, αθωότητά, την αθωότητά, την αθωότητα
- буланый στα ελληνικά - φως, φωτός, το φως, πρίσμα, βάση
- дюжинный στα ελληνικά - συνηθισμένος, μέτριος, κοινός, από τη δωδεκάδα, κατά δεκάδες, κατά δωδεκάδες
Τυχαίες λέξεις
Монархический στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυρίαρχος, ηγεμόνας, αυτεξούσιος, μοναρχικός, μοναρχική, μοναρχικό, μοναρχικής, τη μοναρχική
Μεταφράσεις: κυρίαρχος, ηγεμόνας, αυτεξούσιος, μοναρχικός, μοναρχική, μοναρχικό, μοναρχικής, τη μοναρχική