Монополия στα ελληνικά
Μετάφραση: монополия, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- актировать στα ελληνικά - χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη
- астролябия στα ελληνικά - αστρολάβος, αστρολάβο, αστρολάβου, τον αστρολάβο, του αστρολάβου
- брюшинный στα ελληνικά - περιτοναϊκή, περιτοναϊκής, περιτοναϊκό, περιτοναϊκών, περιτοναϊκού
- внеземной στα ελληνικά - εξωγήινη, εξωγήινων, εξωγήινο, εξωγήινος, εξωγήινης
Τυχαίες λέξεις
Монополия στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής