Μονοπώλιο στα ρωσικά
Μετάφραση: μονοπώλιο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
монополия, монополии, монополией, монополию, монополистический
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονοπώλιο
μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο στον οπαπ, μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο επε, μονοπώλιο λεξικό γλώσσας ρωσικά, μονοπώλιο στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- μονοπάτι στα ρωσικά - путь, протоптать, колея, трек, отыскать, стезя, траектория, ...
- μονοπάτια στα ρωσικά - тропа, тропинка, траектория, дорожка, путь, стезя, дорога, ...
- μοντέλο στα ρωσικά - модель, эскиз, шаблон, манекенщик, образчик, пример, эталон, ...
- μοντέρνος στα ρωσικά - новый, модерновый, усовершенствованный, современный, современная, современные, современной, ...
Τυχαίες λέξεις
Μονοπώλιο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: монополия, монополии, монополией, монополию, монополистический
Μεταφράσεις: монополия, монополии, монополией, монополию, монополистический