Морщиться στα ελληνικά
Μετάφραση: морщиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζαρώνω, ζάρα, ρυτιδώνω, ρυτίδα, pucker, πτυχή, ζάρωμα, σούφρωμα
Μεταφράσεις
- вероотступник στα ελληνικά - μετάφραση, αποστάτης, αποστάτη, αποστάτιδα, αποστατική, apostate
- внедренный στα ελληνικά - ενσωματωμένο, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένη, ενσωματωμένων
- дельфин στα ελληνικά - δελφίνι, Dolphin, δελφινιών, δελφίνια, των δελφινιών
- доработка στα ελληνικά - αναθεώρηση, αναθεώρησης, την αναθεώρηση, επανεξέταση, η αναθεώρηση
Τυχαίες λέξεις
Морщиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζαρώνω, ζάρα, ρυτιδώνω, ρυτίδα, pucker, πτυχή, ζάρωμα, σούφρωμα
Μεταφράσεις: ζαρώνω, ζάρα, ρυτιδώνω, ρυτίδα, pucker, πτυχή, ζάρωμα, σούφρωμα