Мотивировка στα ελληνικά
Μετάφραση: мотивировка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κίνητρο, λόγος, δικαιολογία, τεκμηρίωση, παρακίνηση, αιτιολογία, αιτία, κίνητρα, κινήτρων, τα κίνητρα, το κίνητρο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- будущий στα ελληνικά - μελλοντικός, μετά, επόμενος, αγέννητος, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, ...
- вырубить στα ελληνικά - έπεσα, κόβω, κοπεί, κομμένες, κόψτε, αποκόψει
- диссонировать στα ελληνικά - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, διχόνοια, έριδος, ασυμφωνία, διχόνοιας, ...
- жизнь στα ελληνικά - ύπαρξη, ανάσα, βίος, όν, ισόβιος, ζωή, αναπνοή, ...
Τυχαίες λέξεις
Мотивировка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κίνητρο, λόγος, δικαιολογία, τεκμηρίωση, παρακίνηση, αιτιολογία, αιτία, κίνητρα, κινήτρων, τα κίνητρα, το κίνητρο
Μεταφράσεις: κίνητρο, λόγος, δικαιολογία, τεκμηρίωση, παρακίνηση, αιτιολογία, αιτία, κίνητρα, κινήτρων, τα κίνητρα, το κίνητρο