Мощь στα ελληνικά

Μετάφραση: мощь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρώμη, κύρος, δύναμη, μπορούσα, εξουσία, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Мощь στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выгонять στα ελληνικά - εξορία, σειρά, αποβάλλω, απελαύνω, στρίβω, εξορίζω, φυγάς, ...
  • вычеркивать στα ελληνικά - αμυχή, διαγράφω, εξαλείφω, καμπύλη, γρατσουνίζω, ξύνω, γρατσουνιά, ...
  • дезертирство στα ελληνικά - αποσκίρτηση, αποστασία, λιποταξία, εγκατάλειψη, λιποταξίας, εγκατάλειψης, ερήμωση
  • жокей στα ελληνικά - τζόκεϊ, αναβάτης, Jockey, το Jockey, του Jockey
Τυχαίες λέξεις
Мощь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρώμη, κύρος, δύναμη, μπορούσα, εξουσία, ισχύς, ισχύος, ισχύ