Мужество στα ελληνικά
Μετάφραση: мужество, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνεύμα, μαδώ, γενναιότητα, καρδιά, θάρρος, αντοχή, κουράγιο, το θάρρος, θάρρους, σθένος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акт στα ελληνικά - σύνοδος, πράξη, σύγκληση, συνεπάγομαι, πράξης, Act, πράξεως, ...
- воздушно-десантный στα ελληνικά - αερομεταφερόμενος, αερομεταφερόμενα, εναέρια, αερομεταφερόμενη, αερομεταφερόμενων, αερόφερτου
- декаметр στα ελληνικά - δεκάμετρο
- евангелист στα ελληνικά - ευαγγελιστής, ευαγγελιστή, Ευαγγελιστού, Evangelist, Ευαγγελική
Τυχαίες λέξεις
Мужество στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνεύμα, μαδώ, γενναιότητα, καρδιά, θάρρος, αντοχή, κουράγιο, το θάρρος, θάρρους, σθένος
Μεταφράσεις: πνεύμα, μαδώ, γενναιότητα, καρδιά, θάρρος, αντοχή, κουράγιο, το θάρρος, θάρρους, σθένος