Мухлевать στα ελληνικά
Μετάφραση: мухлевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλέβω, ζαβολιάρης, φενακίζω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абразия στα ελληνικά - απόξεση, τριβή, αμυχή, φθορά, στην τριβή, εκτριβή, εκτριβής
- аранжировать στα ελληνικά - τακτοποιώ, κανονίζω, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
- бездеятельность στα ελληνικά - απραξία, παθητικός, κενό, αδράνεια, αδράνειας, αεργίας, αεργία, ...
- жила στα ελληνικά - φλέβα, χορδή, σθένος, μαέστρος, μυς, φλέβας, πνεύμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Мухлевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλέβω, ζαβολιάρης, φενακίζω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Μεταφράσεις: κλέβω, ζαβολιάρης, φενακίζω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει