Мучить στα ελληνικά

Μετάφραση: мучить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόνος, βασανισμός, βασανίζω, σχάρα, βασανιστήριο, πανώλης, ταράσσομαι, μελαγχολώ, ράφι, μέγγενη, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Мучить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • близиться στα ελληνικά - πλησιάζω, επισύρω, έλκω, προσέγγιση, τραβώ, μέθοδος, προσεγγίζω, ...
  • ветвиться στα ελληνικά - arborize
  • выдумывать στα ελληνικά - ρομάντζα, κατασκευάζω, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
  • дровосек στα ελληνικά - ξυλοκόπος, ξυλοκόπο, υλοτόμος, woodcutter, ξυλοκόπου
Τυχαίες λέξεις
Мучить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόνος, βασανισμός, βασανίζω, σχάρα, βασανιστήριο, πανώλης, ταράσσομαι, μελαγχολώ, ράφι, μέγγενη, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια