Навлечь στα ελληνικά
Μετάφραση: навлечь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεγείρω, αιτία, σκοπός, προξενώ, κλήση, ξεσηκώνω, τηλεφωνώ, στέλνω, καλώ, προκαλώ, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- влачить στα ελληνικά - τραβώ, τράβηγμα, επισύρω, έλκω, ζωγραφίζω, σέρνω, έλξη, ...
- вслед στα ελληνικά - μετά, έπειτα, μετά από, μετά την, αφού, από
- выкуп στα ελληνικά - εξαγορά, αποπληρωμή, λύτρα, λύτρωση, εξαγοράς, την εξαγορά, εξαργύρωση
- дубасить στα ελληνικά - μαύρισμα, tan, αχυρόχρωμο, καφέ, μαυρίσματος
Τυχαίες λέξεις
Навлечь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεγείρω, αιτία, σκοπός, προξενώ, κλήση, ξεσηκώνω, τηλεφωνώ, στέλνω, καλώ, προκαλώ, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
Μεταφράσεις: διεγείρω, αιτία, σκοπός, προξενώ, κλήση, ξεσηκώνω, τηλεφωνώ, στέλνω, καλώ, προκαλώ, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν