Наводка στα ελληνικά
Μετάφραση: наводка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποτρέπω, προπόνηση, ματαιώνω, εκπαίδευση, προπονούμενος, με στόχο, με σκοπό, στοχεύοντας, στόχο, αποσκοπούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вирусология στα ελληνικά - ιολογία, ιολογίας, Virology, της ιολογίας, ιολογικές
- ворсить στα ελληνικά - υπνάκος, πειράζω, ξεμπλέκω, τσουχτερός, τραγανιστός, ξηρός, σωρός, ...
- дарвинизм στα ελληνικά - δαρβινισμός, Δαρβινισμού, Δαρβινισμό, ο Δαρβινισμός, τον Δαρβινισμό
- домовладелец στα ελληνικά - νοικοκύρης, ιδιοκτήτης σπιτιού, ενοικιαστή, ιδιοκτήτη σπιτιού, ιδιοκτητών σπιτιού, ιδιοκτήτη σπιτιού για
Τυχαίες λέξεις
Наводка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποτρέπω, προπόνηση, ματαιώνω, εκπαίδευση, προπονούμενος, με στόχο, με σκοπό, στοχεύοντας, στόχο, αποσκοπούν
Μεταφράσεις: αποτρέπω, προπόνηση, ματαιώνω, εκπαίδευση, προπονούμενος, με στόχο, με σκοπό, στοχεύοντας, στόχο, αποσκοπούν