Нагородить στα ελληνικά
Μετάφραση: нагородить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορθώνω, αμοιβή, ανεγείρω, ανταμοιβή, βραβείο, αναστηλώνω, κατακυρώνω, απονέμω, καραμπόλα, συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται, συσσωρεύουν επάνω, συσσωρεύονται τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездеятельным στα ελληνικά - αδρανής, ανενεργό, ανενεργή, ανενεργά, ανενεργός
- беседует στα ελληνικά - συνομιλίες, συνομιλιών, οι συνομιλίες, συζητήσεις, τις συνομιλίες
- гамма στα ελληνικά - κλίμακα, διακυμαίνομαι, λέπι, κλιμάκωση, κλίμακας, εμβέλεια, φάσμα, ...
- ерундить στα ελληνικά - ομιλία, μιλώ, ανοησίες, ανοησία, τις ανοησίες, αηδίες, ανόητο
Τυχαίες λέξεις
Нагородить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορθώνω, αμοιβή, ανεγείρω, ανταμοιβή, βραβείο, αναστηλώνω, κατακυρώνω, απονέμω, καραμπόλα, συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται, συσσωρεύουν επάνω, συσσωρεύονται τα
Μεταφράσεις: ορθώνω, αμοιβή, ανεγείρω, ανταμοιβή, βραβείο, αναστηλώνω, κατακυρώνω, απονέμω, καραμπόλα, συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται, συσσωρεύουν επάνω, συσσωρεύονται τα