Надбавка στα ελληνικά
Μετάφραση: надбавка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανατρέφω, υψώνω, σηκώνω, αναστηλώνω, επίδομα, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης, το επίδομα
Μεταφράσεις
- висеть στα ελληνικά - απαγχονίζω, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
- волнение στα ελληνικά - κινώ, παφλάζω, ενόχληση, κινούμαι, καρδιοχτύπι, αναταραχή, ενοχλώ, ...
- вызывать στα ελληνικά - εξορκίζω, γρήγορος, παραθέτω, ξεσηκώνω, επιφέρω, στέλνω, αψηφώ, ...
- забава στα ελληνικά - απασχόληση, παίζω, πλάκα, κέφι, χόμπι, έργο, παιχνίδι, ...
Τυχαίες λέξεις
Надбавка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανατρέφω, υψώνω, σηκώνω, αναστηλώνω, επίδομα, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης, το επίδομα
Μεταφράσεις: ανατρέφω, υψώνω, σηκώνω, αναστηλώνω, επίδομα, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης, το επίδομα