Наделить στα ελληνικά
Μετάφραση: наделить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προικίζω, φανελάκι, πληροφορώ, μεταβιβάζω, φανέλα, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антилопа στα ελληνικά - αντιλόπη, αντιλόπης, αντιλόπες, αντιλοπών, αντιλόπης του
- бен στα ελληνικά - Ben, Μπεν, Ο Ben, τον Ben, του Ben
- гумно στα ελληνικά - αχυρώνας, σιταποθήκη, αχυρώνα, στάβλο, αχυρώνες
- дальнобойный στα ελληνικά - μεγάλης εμβέλειας, μεγάλου βεληνεκούς, μακράς εμβέλειας, μεγάλες αποστάσεις, μεγάλη απόσταση
Τυχαίες λέξεις
Наделить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προικίζω, φανελάκι, πληροφορώ, μεταβιβάζω, φανέλα, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των
Μεταφράσεις: προικίζω, φανελάκι, πληροφορώ, μεταβιβάζω, φανέλα, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των