Надувала στα ελληνικά

Μετάφραση: надувала, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κομπιναδόρος, κλέβω, φενακίζω, ζαβολιάρης, φύσηξε, ανατίναξε, ανατίναξαν, εξερράγη, φυσούσε
Надувала στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безразличный στα ελληνικά - αδιάφορος, οκνός, απαθής, ράθυμος, ψυχρός, αδιάφορη, αδιάφοροι, ...
  • белоснежный στα ελληνικά - λευκό, λευκή, άσπρο, λευκά, λευκού
  • выпивка στα ελληνικά - κραιπάλη, binge, ευκαιριακή άμετρη, ευκαιριακής άμετρης, φαγητού
  • джульетта στα ελληνικά - Ιουλιέτα, Juliet, Ιουλιέτας, της Ιουλιέτας, Ιουλιέττα
Τυχαίες λέξεις
Надувала στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κομπιναδόρος, κλέβω, φενακίζω, ζαβολιάρης, φύσηξε, ανατίναξε, ανατίναξαν, εξερράγη, φυσούσε