Накаливать στα ελληνικά
Μετάφραση: накаливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θερμαίνω, ζεσταίνω, ζέστη, nakalivat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взрывоопасный στα ελληνικά - πτητικός, πτητικών, πτητικές, πτητικό, πτητικά
- воет στα ελληνικά - κραυγές, ουρλιάζει, ουρλιαχτά, howls, γρυλίσματα
- возгласить στα ελληνικά - διαλαλώ, καταδεικνύω, προκηρύσσω, διακηρύξει, διακηρύσσουν, διακηρύξουν, διακηρύξουμε, ...
- дробный στα ελληνικά - ιδιαίτερος, χωριστός, κλασματικός, ξεχωριστός, χωρίζω, κλασματική, κλασματικής, ...
Τυχαίες λέξεις
Накаливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θερμαίνω, ζεσταίνω, ζέστη, nakalivat
Μεταφράσεις: θερμαίνω, ζεσταίνω, ζέστη, nakalivat