Накипать στα ελληνικά
Μετάφραση: накипать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βράζω, κλίμακα, λέπι, αύξηση, κλίμακας, ορθώνομαι, ανατέλλω, αυξάνομαι, κλιμάκωση, κοχλάζει, εξημμένος, βράζει, ταραγμένη, κοχλάζον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ароматический στα ελληνικά - αρωματικός, γλυκός, ευώδης, αρωματικό, αρωματικών, αρωματικά, αρωματική
- взаправду στα ελληνικά - πραγματικά, πράγματι, αλήθεια, για την πραγματική, για πραγματικά, με πραγματικά, για την ακίνητη, ...
- выгодность στα ελληνικά - σκοπιμότητα, ορθότητα, χρησιμότητα, βοηθητικό πρόγραμμα, χρησιμότητας, βοηθητικό, κοινής ωφέλειας
- германец στα ελληνικά - Τευτώνας, Τευτών, Γερμανός, Teuton, Τευτόνων
Τυχαίες λέξεις
Накипать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βράζω, κλίμακα, λέπι, αύξηση, κλίμακας, ορθώνομαι, ανατέλλω, αυξάνομαι, κλιμάκωση, κοχλάζει, εξημμένος, βράζει, ταραγμένη, κοχλάζον
Μεταφράσεις: βράζω, κλίμακα, λέπι, αύξηση, κλίμακας, ορθώνομαι, ανατέλλω, αυξάνομαι, κλιμάκωση, κοχλάζει, εξημμένος, βράζει, ταραγμένη, κοχλάζον