Накопить στα ελληνικά
Μετάφραση: накопить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοίβα, στοιβάζω, στοιβάδα, συσσωρεύω, σωρός, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- белиз στα ελληνικά - Μπελίζ, Μπελίζε, του Μπελίζ, Belize, Μπελίσε
- вышесказанный στα ελληνικά - προαναφερθείσα, προαναφερθείσες, προαναφερθέντα, προαναφερόμενη, προαναφερθέν
- гомеровский στα ελληνικά - ομηρικός, ομηρικά, ομηρική, ομηρικό, ομηρικών
- докапиталистический στα ελληνικά - προκαπιταλιστικές, προκαπιταλιστική, προκαπιταλιστικούς, προκαπιταλιστικό
Τυχαίες λέξεις
Накопить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοίβα, στοιβάζω, στοιβάδα, συσσωρεύω, σωρός, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Μεταφράσεις: στοίβα, στοιβάζω, στοιβάδα, συσσωρεύω, σωρός, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί