Накормить στα ελληνικά
Μετάφραση: накормить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταΐζω, σιτίζω, τροφοδοτώ, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- впадина στα ελληνικά - κοιλότητα, υπόκωφος, ψάχνω, λάκκος, υποδοχή, διπλώνω, χαντάκι, ...
- динозавр στα ελληνικά - δεινόσαυρος, δεινοσαύρων, δεινόσαυρο, δεινοσαύρου, δεινόσαυρου
- дословно στα ελληνικά - κυριολεκτικά, Πλήρη, αυτολεξεί, επί λέξει, λέξει, λέξη
- дуршлаг στα ελληνικά - σουρωτήρι, τρυπητό, σουρωτηριού, το σουρωτήρι, τρυπητό να
Τυχαίες λέξεις
Накормить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταΐζω, σιτίζω, τροφοδοτώ, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Μεταφράσεις: ταΐζω, σιτίζω, τροφοδοτώ, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών