Накрапывать στα ελληνικά
Μετάφραση: накрапывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταλάζω, στάζω, μικροποσότητα, ψιλοβρόχι, ψιλοβρέχω, σπρέι, spritz, spritz ή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- армия στα ελληνικά - στρατός, Στρατού, στρατό, Army, του Στρατού
- горельеф στα ελληνικά - υψηλή ανακούφιση, υψηλό ανάγλυφο, υψηλά ανάγλυφα, υψηλού αναγλύφου, έντονο ανάγλυφο
- жито στα ελληνικά - σίκαλη, καλαμπόκι, αραβοσίτου, καλαμποκιού, το καλαμπόκι, αραβοσιτέλαιο
- заверенный στα ελληνικά - πιστοποιημένο, πιστοποιημένα, πιστοποιημένη, πιστοποιείται, πιστοποιηθεί
Τυχαίες λέξεις
Накрапывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταλάζω, στάζω, μικροποσότητα, ψιλοβρόχι, ψιλοβρέχω, σπρέι, spritz, spritz ή
Μεταφράσεις: σταλάζω, στάζω, μικροποσότητα, ψιλοβρόχι, ψιλοβρέχω, σπρέι, spritz, spritz ή