Налиновать στα ελληνικά

Μετάφραση: налиновать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, ιθύνω, βασιλεύω, γραμμή, παρατάσσω, κανόνας, αποφασίζω, ρυτίδα, nalinovat
Налиновать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • администратор στα ελληνικά - διαχειριστής, διαχειριστικός, διευθυντής, θεματοφύλακας, διαχειριστή, διαχειριστή του, το διαχειριστή, ...
  • ассириянка στα ελληνικά - assiriyanka
  • бесстрашный στα ελληνικά - γενναίος, ατρόμητος, άφοβος, άφοβη, άφοβα, ατρόμητο
  • выветрить στα ελληνικά - ενοικιάζομαι, αφήνω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
Τυχαίες λέξεις
Налиновать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, ιθύνω, βασιλεύω, γραμμή, παρατάσσω, κανόνας, αποφασίζω, ρυτίδα, nalinovat