Налётчик στα ελληνικά
Μετάφραση: налётчик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθυστέρηση, διαρρήκτης, ληστής, εισβολέας, επιδρομέας, Raider, επιδρομέων, επιδρομέα, ίππο
Μεταφράσεις
- бывать στα ελληνικά - συχνάζω, διαδραματίζω, διανύω, συμβαίνω, συχνός, είμαι, βρίσκομαι, ...
- вишнёвка στα ελληνικά - κεράσι, Vişniovca
- жаркий στα ελληνικά - φλογισμένος, τροπικός, σφοδρός, βίαιος, έντονος, εντατικός, φλογερός, ...
- жид στα ελληνικά - εβραίος
Τυχαίες λέξεις
Налётчик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθυστέρηση, διαρρήκτης, ληστής, εισβολέας, επιδρομέας, Raider, επιδρομέων, επιδρομέα, ίππο
Μεταφράσεις: καθυστέρηση, διαρρήκτης, ληστής, εισβολέας, επιδρομέας, Raider, επιδρομέων, επιδρομέα, ίππο