Наматываться στα ελληνικά
Μετάφραση: наматываться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καμπή, στραμπουλίζω, αιολική, κουρδίζω, άνεμος, στροφή, πλοκή, πληγή, τραύμα, τραύματος, πληγής, του τραύματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бакенбарды στα ελληνικά - φαβορίτα, γενειά, μουστάκια, ινίδια, τα μουστάκια
- верзила στα ελληνικά - γαϊτανάκι
- греция στα ελληνικά - Ελλάδα
- доставлять στα ελληνικά - παραδίδω, χορήγηση, επιπλώνω, εκφωνώ, παρέχω, προμηθεύομαι, προμήθεια, ...
Τυχαίες λέξεις
Наматываться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καμπή, στραμπουλίζω, αιολική, κουρδίζω, άνεμος, στροφή, πλοκή, πληγή, τραύμα, τραύματος, πληγής, του τραύματος
Μεταφράσεις: καμπή, στραμπουλίζω, αιολική, κουρδίζω, άνεμος, στροφή, πλοκή, πληγή, τραύμα, τραύματος, πληγής, του τραύματος