Λέξη: συνείδηση
Σχετικές λέξεις: συνείδηση
συνείδηση εφημερίδα, συνείδηση αποφθέγματα, συνείδηση ψυχολογία, συνείδηση βικιλεξικο, συνείδηση συνώνυμα, συνείδηση αγγλικα, συνείδηση ετυμολογία
Συνώνυμα: συνείδηση
αίσθηση, επίγνωση, συναίσθηση
Μεταφράσεις: συνείδηση
συνείδηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conscience, consciousness, awareness, aware, conscious
συνείδηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conciencia, conocimiento, la conciencia, consciencia, conciencia de
συνείδηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewissen, Bewusstsein, Bewußtsein, Bewusstseins, Bewußtseins
συνείδηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conscience, la conscience, connaissance, conscience de, de conscience
συνείδηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coscienza, consapevolezza, la coscienza, coscienza di, conoscenza
συνείδηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consciência, a consciência, consciência de, da consciência
συνείδηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geweten, bewustzijn, het bewustzijn, bewustzijn te, besef
συνείδηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сознание, совесть, сознания, сознанием, сознании
συνείδηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samvittighet, bevissthet, bevisstheten, bevissthets
συνείδηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medvetande, medvetandet, medvetenhet, medvetenhets
συνείδηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
omatunto, tajunta, tietoisuuden, tietoisuus, tajunnan, tietoisuuteen
συνείδηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
samvittighed, bevidsthed, bevidstheden, bevidsthedens, bevidstheds
συνείδηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svědomí, vědomí, vědomím, pro vědomí, uvědomění
συνείδηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sumienie, świadomość, świadomości, świadomością
συνείδηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lelkiismeret, tudatosság, tudat, a tudat, tudatot, eszméletét
συνείδηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vicdan, bilinç, bilinci, bilincin, bilincinin, bilincini
συνείδηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сумління, совість, свідомість, тями, свідомості
συνείδηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndërgjegjja, ndërgjegje, vetëdija, vetëdije, ndërgjegjes
συνείδηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съзнание, съзнанието, в съзнание
συνείδηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
свядомасць, прытомнасць, сьвядомасьць, прытомнасьць, ўсведамленне
συνείδηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
südametunnistus, süüme, teadvus, teadvuse, teadvuses, teadlikkus, teadvust
συνείδηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
savjesti, svijest, svijesti, svjesnost, je svijest, svjesnosti
συνείδηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meðvitund, vitund, meðvitundin, vitundin, vitundar
συνείδηση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
conscientia
συνείδηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sąžinė, sąmonė, sąmone, sąmonės, sąmoningumas, sąmonę
συνείδηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sirdsapziņa, apziņa, apziņas, apziņu, apziņā
συνείδηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
свест, свеста, свесноста, свесност
συνείδηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conştiinţă, conștiință, constiinta, conștiința, conștiinței, constiintei
συνείδηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zavest, zavesti, zavedanje, je zavest
συνείδηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
svedomie, vedomie, vedomia, vedomí, úvahy, známe
Στατιστικά δημοτικότητας: συνείδηση
Τυχαίες λέξεις