Наплавать στα ελληνικά
Μετάφραση: наплавать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλέω, πανί, naplavatsya
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесперспективный στα ελληνικά - μελλοντικός, απελπισμένος, μη ενθαρρυντικός, αντίξοες συνθήκες, ελάχιστα ελπιδοφόρες, λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας, δυσοίωνο
- вращающийся στα ελληνικά - περιστρεφόμενος, περιστροφικός, επαναστατικός, περιστρεφόμενο, περιστρεφόμενη, εκ περιτροπής, περιστρεφόμενα, ...
- вспрыскивать στα ελληνικά - πασπαλίζω, ραντίζω, πασπάλισμα, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
- главнейший στα ελληνικά - πρώτος, καρδινάλιος, ορίζοντα, του ορίζοντα, καρδινάλιο, κυρίαρχη
Τυχαίες λέξεις
Наплавать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλέω, πανί, naplavatsya
Μεταφράσεις: πλέω, πανί, naplavatsya