Наплескать στα ελληνικά

Μετάφραση: наплескать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χύνω, napleskat
Наплескать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бижутерия στα ελληνικά - ενδυμασία, χρυσοχοεία, πολύτιμων αντικειμένων, μόδας, πολύτιμων, κοσμήματα μόδας
  • брезгливость στα ελληνικά - αποστροφή, λεπτολογία, σχολαστικότητα, σχολαστικότητα του, σχολαστικότητά, fastidiousness
  • дегенерат στα ελληνικά - έκφυλος, εκφυλίζομαι, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
  • ерепениться στα ελληνικά - κλοτσώ, γουρουνότριχα, τριχών, τρίχες, τρίχα, τρίχας
Τυχαίες λέξεις
Наплескать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χύνω, napleskat