Напряжённость στα ελληνικά
Μετάφραση: напряжённость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστολή, εξαναγκασμός, ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аспирант στα ελληνικά - απόφοιτος, πτυχιούχος, μεταπτυχιακό, μεταπτυχιακών, μεταπτυχιακούς
- батик στα ελληνικά - μάθοδος τυπώματος υφασμάτων, μπατίκ, batik, του μπατίκ, το μπατίκ
- динамометр στα ελληνικά - δυναμόμετρο, δυναμομέτρου, δυναμομετρική, δυναμόμετρου, του δυναμομέτρου
- жизнь στα ελληνικά - ύπαρξη, ανάσα, βίος, όν, ισόβιος, ζωή, αναπνοή, ...
Τυχαίες λέξεις
Напряжённость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστολή, εξαναγκασμός, ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση
Μεταφράσεις: συστολή, εξαναγκασμός, ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση