Напугать στα ελληνικά
Μετάφραση: напугать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκφοβίζω, φοβίζω, τρομάζω, ξάφνιασμα, τρομάξει, τρομάζουν και, να τρομάξει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амстердам στα ελληνικά - Άμστερνταμ, amsterdam, Αμστερνταμ, του Άμστερνταμ
- бесхозяйный στα ελληνικά - unowned, αφύλακτα, χωρίς ιδιοκτήτη
- веретенообразный στα ελληνικά - ψιλόλιγνος, ψηλόλιγνες, ατρακτοειδή, spindly, βελονοειδή
- дотянуть στα ελληνικά - ζωγραφίζω, σέρνω, επισύρω, έλκω, τραβώ, κρατήστε, κρατήστε την, ...
Τυχαίες λέξεις
Напугать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκφοβίζω, φοβίζω, τρομάζω, ξάφνιασμα, τρομάξει, τρομάζουν και, να τρομάξει
Μεταφράσεις: εκφοβίζω, φοβίζω, τρομάζω, ξάφνιασμα, τρομάξει, τρομάζουν και, να τρομάξει