Напутать στα ελληνικά

Μετάφραση: напутать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουβάρι, μπερδεύω, συγχέω, ανακατεύω, μπάλα, αφεντικό, κάνει ένα χάος, κάνουν χάλια, κάνει ένα σωρό, δημιουργήσουμε ωστόσο ένα λαβύρινθο, να βρωμίσετε
Напутать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • алфавитный στα ελληνικά - αλφαβητικός, κατά αλφαβητική σειρά, αλφαβητικά, αλφαβητική
  • ворчливость στα ελληνικά - γκρίνια, δυστροπία
  • вылизать στα ελληνικά - γλείφω, συντρίβω, νικώ, γλείψιμο, lick, γλείφουν, δαρμός
  • громовой στα ελληνικά - συντριπτικός, εκκωφαντικός, θυελλώδης, κεραυνοβόλος, βροντερό, εκκωφαντικό
Τυχαίες λέξεις
Напутать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουβάρι, μπερδεύω, συγχέω, ανακατεύω, μπάλα, αφεντικό, κάνει ένα χάος, κάνουν χάλια, κάνει ένα σωρό, δημιουργήσουμε ωστόσο ένα λαβύρινθο, να βρωμίσετε