Нарицательный στα ελληνικά

Μετάφραση: нарицательный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινός, ολικός, συνολικός, ποδιά, σύνολο, ονομαστικός, στρατηγός, συνηθισμένος, παγκόσμιος, γενικός, ονομαστικής, ονομαστική, ονομαστικό, ονομαστικές
Нарицательный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • адонис στα ελληνικά - αστεροειδής αδώνης, Adonis, Άδωνις, Άδωνη, Άδωνης
  • бордовый στα ελληνικά - οινώδης, οινικής, οινικής προέλευσης, οινικής προελεύσεως, οινικής προελεύσεως που βρίσκονται
  • вант στα ελληνικά - παιδιά, ρε παιδιά, τύποι, αγόρια, τύπους
  • голубой στα ελληνικά - γαλάζιος, κυανός, γαλανός, μπλε, γαλάζιο, γαλάζια, το μπλε, ...
Τυχαίες λέξεις
Нарицательный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινός, ολικός, συνολικός, ποδιά, σύνολο, ονομαστικός, στρατηγός, συνηθισμένος, παγκόσμιος, γενικός, ονομαστικής, ονομαστική, ονομαστικό, ονομαστικές