Нарумяниться στα ελληνικά

Μετάφραση: нарумяниться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρησιμοποιώ, ρουζ, χρήση, narumyanitsya
Нарумяниться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • босоножка στα ελληνικά - πέδιλο, σανδάλι, σανδαλιών, σαγιονάρα, πεδίλου
  • выдвижной στα ελληνικά - προοδευτικός, αποχώρηση, αποχώρησης, πτυσσόμενο, pullout, αφαιρέσεως με έλξη
  • детерминант στα ελληνικά - καθοριστικός, ορίζουσα, καθοριστή, καθοριστικός παράγοντας, καθοριστικό παράγοντα
  • должный στα ελληνικά - πρέπων, σωστός, καθωσπρέπει, ευπρεπής, απαιτούμενος, λόγω, οφείλεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Нарумяниться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρησιμοποιώ, ρουζ, χρήση, narumyanitsya