Λέξη: ταυτότητα
Σχετικές λέξεις: ταυτότητα
ταυτότητα κτιρίου, ταυτότητα σκύλου, ταυτότητα δικαιολογητικά, ταυτότητα πληρωμής, ταυτότητα πράξης (tun), ταυτότητα και ετερότητα, ταυτότητα πόλης, ταυτότητα του euler, ταυτότητα οφειλής, ταυτότητα οφειλής φπα, αστυνομική ταυτότητα
Συνώνυμα: ταυτότητα
ταυτότης, κοινότητα, κοινωνία, κοινότης, παροικία, αναγνώριση, εξακρίβωση, συνταύτιση, ταύτιση
Μεταφράσεις: ταυτότητα
ταυτότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
identity, identification, ID, identity of, identities
ταυτότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
identificación, identidad, la identidad, de identidad, identidad de
ταυτότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nämlichkeit, identität, kennung, identifikation, ausweis, identifizierung, gleichheit, kennzeichnung, erkennung, Identität, Identitäts, Identity, Personal
ταυτότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reconnaissance, identité, repérage, identification, une identité, l'identité, ayant une identité
ταυτότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
identificazione, identità, dell'identità, di identità, l'identità, d'identità
ταυτότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
identidade, identificar, de identidade, a identidade, identidade de, identity
ταυτότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
identiteit, erkenning, herkenning, de identiteit, identiteit van, identity, identiteitskaart
ταυτότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тождественность, личность, выяснение, одинаковость, определение, удостоверение, идентичность, метка, опознание, индивидуальность, распознавание, поддержка, подлинность, единомыслие, отождествление, тождество, идентичности, тождественное
ταυτότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
identitet, identifikasjon, identitets, identiteten, ID
ταυτότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
identitet, identiteten, identitets, identitetskort
ταυτότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
samastus, tunnistaminen, määrääminen, identiteetti, tunnus, osoittaminen, identity, identiteetin, identiteettiä, henkilöllisyys
ταυτότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
identitet, identiteten, identitetskort
ταυτότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
shodnost, identifikace, totožnost, identita, identity, totožnosti, identitu
ταυτότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
identyfikacja, identyczność, tożsamość, utożsamienie, utożsamianie, odrębność, tożsamości, identity, identyczności
ταυτότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
azonosság, azonosítás, személyazonosság, identitás, identity, személyazonosságát, identitását
ταυτότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özdeşlik, kimlik, kimliği, kimliğini, kimliğinin, kimliğin
ταυτότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
особистий, особовий, ототожнення, тотожність, підтримка, дійсність, ототожнювання, особистість, особу, особа
ταυτότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
identitet, identiteti, identitetin, identitetit, identiteti i
ταυτότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
самоличност, опознавания, идентичност, идентичността, самоличността, лична
ταυτότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асобу, асоба, асобы
ταυτότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
samasus, isikutõend, identsus, samastumine, identifitseerimine, isik, identiteet, identiteedi, identiteeti, isikut, identsuse
ταυτότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
identifikacijskog, samosvojnost, identitet, identifikaciju, istovjetnost, identiteta, osobna, identitetu, identičnosti
ταυτότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjálfsmynd, auðkenni, kennimark, deili, uppruni
ταυτότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tapatybė, tapatybės, tapatybę, tapatumas, asmens tapatybės
ταυτότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
identitāte, identitāti, identitātes, personas, identifikācijas
ταυτότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
идентитет, идентитетот, лична, идентитетот на
ταυτότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
identitate, identitatea, de identitate, identității, identitatii
ταυτότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
identiteta, identiteto, identitete, istovetnost, identiteti
ταυτότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
identita, totožnosť, totožnosti, identity, identifikácia
Στατιστικά δημοτικότητας: ταυτότητα
Τυχαίες λέξεις