Насвистывать στα ελληνικά
Μετάφραση: насвистывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωλήνας, αυλός, πίπα, τερετίζω, σφύριγμα, διαιτητής, σφυρίχτρα, τέλειωσε, σφυρίκτρα
Μεταφράσεις
- взвинчивать στα ελληνικά - εξογκώνω, δουλειά, εργασία, εργάζομαι, φουσκώνω, δουλεύω, φουσκώνουν, ...
- ворчунья στα ελληνικά - γρινιάρης, μουρμούρης
- воссоздание στα ελληνικά - περιγραφή, ανασυγκρότηση, πορτρέτο, απεικόνιση, ανοικοδόμηση, ανασυγκρότησης, ανοικοδόμησης, ...
- выздороветь στα ελληνικά - ανάρρωση, παίρνω, επανακτώ, αποκτώ, αναρρώνω, ανακτώ, ανάκτηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Насвистывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωλήνας, αυλός, πίπα, τερετίζω, σφύριγμα, διαιτητής, σφυρίχτρα, τέλειωσε, σφυρίκτρα
Μεταφράσεις: σωλήνας, αυλός, πίπα, τερετίζω, σφύριγμα, διαιτητής, σφυρίχτρα, τέλειωσε, σφυρίκτρα