Насыпка στα ελληνικά
Μετάφραση: насыпка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορταστικός, γέμισμα, σφράγισμα, επένδυση, Επικάλυψη, Επίστρωση, επίστρωσης, Coating
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атрибут στα ελληνικά - κτήμα, διάσταση, περιουσία, αποδίδω, ιδιότητα, ακίνητο, σπίτι, ...
- вера στα ελληνικά - πίστωση, αποδοχή, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, πίστη, πίστης, την πίστη, ...
- воскрешение στα ελληνικά - ανάσταση, αναγέννηση, αναβίωση, αναζωογόνηση, επιστροφή, ανάστασης, την ανάσταση, ...
- декретный στα ελληνικά - το θεσμικό
Τυχαίες λέξεις
Насыпка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορταστικός, γέμισμα, σφράγισμα, επένδυση, Επικάλυψη, Επίστρωση, επίστρωσης, Coating
Μεταφράσεις: χορταστικός, γέμισμα, σφράγισμα, επένδυση, Επικάλυψη, Επίστρωση, επίστρωσης, Coating