Начищать στα ελληνικά
Μετάφραση: начищать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λούστρο, λουστράρω, βερνίκι, στιλβώνω, γυαλίζω, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возбужденно στα ελληνικά - heatedly, ζέση
- вскидывать στα ελληνικά - τινάσομαι, ανάρριψη, τίναγμα, εκτίναξη, την εκτίναξη
- выметать στα ελληνικά - σκουπίζω, καμπύλη, σαρώνω, σκούπισμα, σάρωσης, σάρωση, σαρώσεως, ...
- высидеть στα ελληνικά - άνοιγμα, εκκολάπτομαι, επωάζω, μπουκαπόρτα, κάθονται, καθίστε, καθίσετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Начищать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λούστρο, λουστράρω, βερνίκι, στιλβώνω, γυαλίζω, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το
Μεταφράσεις: λούστρο, λουστράρω, βερνίκι, στιλβώνω, γυαλίζω, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το