Недомогание στα ελληνικά
Μετάφραση: недомогание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καημός, ατυχία, αγωνία, θλίψη, αδιαθεσία, δυσφορία, κακουχία, αίσθημα κακουχίας, δυσφορίας
Μεταφράσεις
- бренный στα ελληνικά - αδύναμος, χρονικός, κοσμικός, εγκόσμιος, φθαρτός, αναλώσιμων, αλλοιώσιμα, ...
- бульон στα ελληνικά - απόθεμα, παρακρατώ, ζωμός, ζωμό, ζωμού, το ζωμό, οπό
- волюнтаристский στα ελληνικά - εθελοντική, εθελοντικών, βολονταριστικό, οποίες εθελοντικά
- ежесуточный στα ελληνικά - καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
Τυχαίες λέξεις
Недомогание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καημός, ατυχία, αγωνία, θλίψη, αδιαθεσία, δυσφορία, κακουχία, αίσθημα κακουχίας, δυσφορίας
Μεταφράσεις: καημός, ατυχία, αγωνία, θλίψη, αδιαθεσία, δυσφορία, κακουχία, αίσθημα κακουχίας, δυσφορίας